- ἀκαίρων
- ἄκαιροςill-timedmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
безвременьныи — (14) пр. 1.Вневременный, вечный, не ограниченный временем: соущею безъвременьноу и присноу безъисходатаиственоую, всѩкомоу словеси празноу (ἄχρονον) ΓΑ XIII XIV, 224г; оученье бж(с)твныхъ словесъ. безъвременьно безъмолъвье. (εὔκαιρος!) ПНЧ XIV,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μεσοχείμωνο — και μισοχείμωνο (Μ μεσοχείμωνον) το μέσο τού χειμώνα νεοελλ. 1. (στον πληθ. ως επίρρ.) μεσοχείμωνα στα μέσα τού χειμώνα 2. παροιμ. «η γριά το μεσοχείμωνο ξυλάγγουρο γυρεύει» λέγεται στις περιπτώσεις άκαιρων ορέξεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * +… … Dictionary of Greek